- παλιννόστηση
- η (Μ παλιννόστησις)βλ. παλινόστηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιννόστηση — η (πάλιν+νόστος=επιστροφή), ο γυρισμός, η επάνοδος στην πατρίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απονόστησις — ἀπονόστησις, η (Α) επιστροφή στην πατρίδα, παλιννόστηση … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
παλινόστηση — και παλιννόστηση, η (Μ παλιννόστησις) [παλινοστώ] επάνοδος κάποιου στον τόπο από όπου αναχώρησε, ιδίως στην πατρίδα νεοελλ. 1. (εμπ. ναυτ.) ο επαναπατρισμός τού ναυτικού 2. η επιστροφή μεταναστών από το εξωτερικό και η εγκατάσταση τους στην… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Στρατηγός, Ξενοφώντας — Στρατιωτικός και πολιτικός (1869 1927). Σπούδασε στην πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου. Στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912 13 υπηρέτησε στο Γενικό Επιτελείο, του οποίου αργότερα έγινε υπαρχηγός. Αποστρατεύτηκε το 1917 αλλά μετά την παλιννόστηση… … Dictionary of Greek
παλιννοστώ — παλιννόστησα, γυρίζω, επιστρέφω στην πατρίδα: Το μήνα αυτόν πολλοί εργάτες παλιννόστησαν από τη Γερμανία. Ουσ. παλιννόστηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)